- δόσια
- ταβλ. δώσια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεοδοσία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. η μάρτυς. Καταγόταν από την Τύρο της Φοινίκης. Μαρτύρησε σε ηλικία 18 χρόνων στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, αφού την έριξαν στη θάλασσα. Η μνήμη της τιμάται στις 29 Μαΐου. 2. Θ. η μάρτυς. Ήταν… … Dictionary of Greek
κηροδοσία — και κεροδοσία, η (Μ κηροδοσία και κεροδοσία) η προσφορά κεριών, το σύνολο τών προσφερόμενων κεριών σε θρησκευτική τελετή νεοελλ. η συνολική ή η ετήσια ποσότητα τού κεριού που χρειάζεται ένας ναός ή μια μονή για όλες τις εκκλησιαστικές ανάγκες μσν … Dictionary of Greek
ληψοδοσία — η (Α ληψοδοσία) εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήψη + δοσία (< δόσις), πρβλ. αιμο δοσία, μισθο δοσία] … Dictionary of Greek
μικροδοσία — μικροδοσία, ἡ (Α) το να δίδει κανείς μικρά δώρα, φιλαργυρία, φειδωλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + δοσία (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο δοσία, μισθο δοσία] … Dictionary of Greek
ομβροδοσία — ὀμβροδοσία, ἡ (Α) παροχή βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + δοσία (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο δοσία] … Dictionary of Greek
υδροδοσία — ἡ, Μ (σχετικά με πέτρα σε έρημο) παροχή νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + δοσία (< δότης < δίδωμι), πρβλ. οἰνο δοσία] … Dictionary of Greek
φαρμακοδοσία — ἡ, ΜΑ δηλητηρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + δοσία (< δότης < δότης < δίδωμι), πρβλ. πλειο δοσία] … Dictionary of Greek
ψυχροδοσία — ἡ, Α προσφορά κρύων ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + δοσία (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αἱμο δοσία] … Dictionary of Greek
αναδοσιά — (I) και ανεδοσιά, η [ανάδοση (ις)] 1 υγρασία που αναδίδεται από τη γη, άχνη, υδρατμός 2. οσμή που προέρχεται από την υγρασία τού δαπέδου, τών τοίχων κ.ά., δυσοσμία, κακοσμία, απόπνοια. (II) και ανεδοσιά, η 1. άρνηση τού να δώσει κανείς κάτι,… … Dictionary of Greek
πανδοσία — Όνομα 2 αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Αποικία της νότιας Ιταλίας στη Λευκανία, σε απόσταση 10 χλμ. από την Ηράκλεια. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο πόλεις ο Πύρρος νίκησε τους Ρωμαίους το 280 π.Χ. 2. Αποικία στη θεσπρωτική περιοχή της Κασσωπαίας Ηπείρου … Dictionary of Greek